Λίγα προϊόντα είναι τόσο διαδεδομένα ή τόσο χρήσιμα όσο το σαπούνι. Από τη βρεφική ως τη γεροντική μας ηλικία, αποτελεί μέρος της καθημερινής μας ζωής. Αφότου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στο άγνωστο παρελθόν, το σαπούνι έχει μετατραπεί σταδιακά από είδος πολυτελείας σε καθημερινή ανάγκη.
Πράγματι, κάποιος χημικός του 19ου αιώνα δήλωσε ότι η ποσότητα σαπουνιού που κατανάλωνε ένα έθνος αποτελούσε ασφαλές μέτρο για την ευημερία και τον πολιτισμό του. Σήμερα, το σαπούνι θεωρείται εξίσου ουσιώδες για την υγιεινή και την καλή υγεία.
Πώς έγινε αυτό το σημαντικό προϊόν, χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής;
Αρχαιότητα.
Οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν συνήθως αρωματικά έλαια για τον καθαρισμό του σώματός τους. Ίσως έμαθαν την τέχνη της σαπωνοποιίας από τους Κέλτες. Στο έργο του Φυσική Ιστορία (Naturalis Historia), ο Ρωμαίος συγγραφέας του πρώτου αιώνα Πλίνιος ο Πρεσβύτερος χρησιμοποιεί τη γαλατική λέξη σάιπο, από την οποία, όπως λέγεται, παράγεται η λέξη «σάπων» (σαπούνι).Τους αιώνες που ακολούθησαν υπήρξαν λίγες αναφορές στη χρήση σαπουνιού, αν και κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η Ιταλία, η Ισπανία και η Γαλλία εδραιώθηκαν ως κέντρα σαπωνοποιίας. Παρά τις προσπάθειες για μαζική παραγωγή, όμως, φαίνεται ότι το σαπούνι χρησιμοποιούνταν ελάχιστα στην Ευρώπη. Μάλιστα, ακόμη και το 1672, όταν κάποιος Γερμανός θαυμαστής μιας αριστοκράτισσας της έστειλε ιταλικό σαπούνι σε συσκευασία δώρου, θεώρησε κατάλληλο να εσωκλείσει και λεπτομερείς οδηγίες για τη χρήση αυτού του μυστηριώδους προϊόντος!
Η Παραγωγή Σαπουνιού τα Παλιά Χρόνια.
Μια από τις πρώτες λεπτομερείς συνταγές για σαπούνι εμφανίζεται σε κάποια συλλογή του 12ου αιώνα με επαγγελματικά μυστικά για τεχνίτες. Στο πέρασμα των ετών, η χημική διαδικασία για την παραγωγή του ουσιαστικά δεν έχει αλλάξει. Έλαια και λίπη από διάφορες πηγές έβραζαν μαζί με καυστικό αλκαλικό διάλυμα—μια διαδικασία μέσω της οποίας παράγεται ακατέργαστο σαπούνι. Αυτή η αντίδραση ονομάζεται σαπωνοποίηση. Όπως γίνεται αντιληπτό, η ποιότητα του σαπουνιού εξαρτιόταν από τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή του. Τον καιρό που η σαπωνοποιία βρισκόταν ακόμη σε υποτυπώδη μορφή χρησιμοποιούσαν στάχτη ξύλων και ζωικά λίπη, και με αυτά τα συστατικά οι πρώτοι άποικοι στις Ηνωμένες Πολιτείες παρήγαν ένα καφέ, παχύρρευστο, μαλακό σαπούνι για καθημερινή χρήση. Το λιωμένο λίπος βοοειδών και προβάτων ήταν το κύριο συστατικό τόσο των σαπουνιών όσο και των κεριών της εποχής, γι’ αυτό και οι έμποροι συνήθως έφτιαχναν και πουλούσαν και τα δύο. Προσθέτοντας αλάτι στο τέλος της διαδικασίας βρασμού του σαπουνιού μπορούσαν να παράγουν σκληρές, εύκολα μεταφερόμενες πλάκες, τις οποίες αρωμάτιζαν με λεβάντα ή κάρο. Κατά παράδοση, τα σαπούνια της Νότιας Ευρώπης παράγονταν από ελαιόλαδο. Οι σαπωνοποιοί σε ψυχρότερα κλίματα συνέχιζαν να χρησιμοποιούν ζωικό λίπος. Μερικοί μάλιστα κατέφευγαν σε ιχθυέλαια. Αν και αυτά τα σαπούνια ήταν κατάλληλα για την μπουγάδα, δεν ήταν και τόσο ευχάριστα για το μπάνιο! Τα λίπη και τα έλαια, όμως, αποτελούν μόνο ένα μέρος της ιστορίας του σαπουνιού.
Από το Χειροποίητο Σαπούνι στη Βιομηχανία.
Το αλκάλι που απαιτείται για τη σαπωνοποιία παραγόταν εδώ και αιώνες από τις στάχτες συγκεκριμένων φυτών, μεταξύ των οποίων ήταν και φύκια. Στην Ισπανία έκαιγαν το φυτό σαλσόλα, παράγοντας μια αλκαλική στάχτη που την ονόμαζαν μπαρίγια. Συνδυάζοντάς την με ελαιόλαδο τοπικής παραγωγής έφτιαχναν λευκό σαπούνι υψηλής ποιότητας που το αποκαλούσαν σαπούνι Καστίλης.
Το 18ο αιώνα αυξήθηκε παγκοσμίως η ζήτηση της ποτάσας η οποία χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή σαπουνιού, γυαλιού και πυρίτιδας. Το 1790 περίπου, ο Νικολά Λεμπλάν, Γάλλος χειρουργός και χημικός, επινόησε μια διαδικασία για την παραγωγή αλκαλίου από το κοινό αλάτι. Αργότερα, οι χημικοί κατάφεραν να παραγάγουν καυστικό ανθρακικό νάτριο από την άλμη. Αυτές οι εξελίξεις άνοιξαν το δρόμο για τη βιομηχανοποίηση της παραγωγής σαπουνιού.
Το Σαπούνι Αποκτάει Καλή Φήμη.
Τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν εποχή σημαντικών μεταρρυθμίσεων που χαρακτηρίστηκαν από προσπάθειες για την επιμόρφωση των ανθρώπων γύρω από ζητήματα υγείας και υγιεινής. Ωστόσο, το σαπούνι εκείνης της εποχής ήταν ακόμη κατά κύριο λόγο μια αποκρουστική καφέ μάζα με κηλίδες από υπολείμματα ακατέργαστου αλκαλίου το οποίο ερέθιζε το δέρμα. Συνέχιζε να είναι χειροποίητο—έβραζε απλώς σε καζάνια. Έφτανε στα χέρια του κόσμου με τη μορφή πλακών χωρίς ετικέτα, οι οποίες έπρεπε να κοπούν σε διάφορα μεγέθη από τον παντοπώλη και να πουληθούν με το κιλό.
Μερικά σαπούνια έκαναν πολύ αφρό αλλά έβγαζαν σταγόνες λαδιού που λάδωναν τα δάχτυλα, και με τον καιρό γίνονταν δύσοσμα. Οι παραγωγοί, ολοένα και πιο ευαίσθητοι στις απαιτήσεις του κοινού, άρχισαν να χρησιμοποιούν πρόσθετα όπως η κιτρονέλλα για να καλύπτουν την αποκρουστική μυρωδιά με ευχάριστο άρωμα που θύμιζε λεμόνι. Τα πράγματα επρόκειτο να βελτιωθούν ακόμη περισσότερο. Τα σαπούνια από φυτικά έλαια, τα οποία είχαν πιο ελκυστικά χαρακτηριστικά, έγιναν δημοφιλή. Η επανάσταση στις μεταφορές διευκόλυνε την πρόσβαση των σαπωνοποιών σε άφθονες πηγές πολυτελών συστατικών. Η Δυτική Αφρική ήταν η πατρίδα του ελαιοφοίνικα, και μια βουτυρώδης ουσία με έντονο χρώμα η οποία εξαγόταν από το σαρκώδη καρπό του έγινε ένα από τα βασικά συστατικά των σαπουνιών και των καλλυντικών. Από τα νησιά του Ειρηνικού ερχόταν η κόπρα, η αποξηραμένη σάρκα της καρύδας από την οποία εξάγεται το λάδι του κοκκοφοίνικα. Με τα εξωτικά συστατικά που προέρχονταν από μακρινά μέρη, η εικόνα του σαπουνιού άρχισε να αλλάζει προς το καλύτερο.
Οι παραγωγοί έλαβαν υπόψη τους τη φυσική επιθυμία για καθαριότητα. Οι καταναλωτές έπρεπε να πειστούν ότι το σαπούνι ήταν απαραίτητο. Οι διαφημιστές άρχισαν σύντομα να συνδέουν αυτά τα προϊόντα και τα αποτελέσματά τους με πράγματα όπως το μέλι, το φως του ήλιου και το χιόνι. Άλλοι χρησιμοποιούσαν διάσημα έργα τέχνης δίνοντας στις διαφημίσεις τους—και στο σαπούνι—εξευγενισμένο και εκλεπτυσμένο χαρακτήρα. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, το σαπούνι ήταν ήδη ένα προϊόν που πουλιόταν σε όλο τον κόσμο. Τροφοδοτούσε τη βιομηχανία της διαφήμισης. Το 1894, σλόγκαν που προωθούσαν το σαπούνι εμφανίζονταν ακόμη και στο πίσω μέρος γραμματοσήμων στη Νέα Ζηλανδία. Τώρα το σαπούνι είχε αποκτήσει καλή φήμη.
Σύγχρονη Παραγωγή
Η βιομηχανική παραγωγή τα παλιά χρόνια περιλάμβανε το βράσιμο των συστατικών σε τεράστια ανοιχτά καζάνια. Ένας έμπειρος χειριστής έλεγχε τη διαδικασία ανακατεύοντάς τα. Από τον τρόπο με τον οποίο γλιστρούσε το σαπούνι από το ζεστό αναδευτήρα μπορούσε να κρίνει αν χρειαζόταν να αλλάξει κάτι στα συστατικά ή στη διαδικασία.
Σήμερα η σαπωνοποιία περιλαμβάνει, σε γενικές γραμμές, τρία στάδια. Το πρώτο είναι η σαπωνοποίηση, η οποία περιλαμβάνει την αντίδραση διαφόρων ελαίων ή λιπών με άλκαλι για την παραγωγή καθαρού σαπουνιού και γλυκερίνης σε ένα μείγμα που έχει περιεκτικότητα περίπου 30 τοις εκατό νερό. Σε μερικές περιπτώσεις αυτό το στάδιο εξακολουθεί να επιτελείται με βρασμό σε καζάνια, αλλά οι πιο σύγχρονοι παραγωγοί σαπουνιού χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά συστήματα σαπωνοποίησης. Το δεύτερο στάδιο είναι η ξήρανση μέσω θερμότητας, κενού αέρος και ψεκασμού που μετατρέπει το καθαρό σαπούνι σε κόκκους οι οποίοι περιέχουν μόλις 12 περίπου τοις εκατό νερό. Το τρίτο και τελευταίο στάδιο είναι η τελική επεξεργασία. Οι κόκκοι αναμειγνύονται με άρωμα, χρώμα και άλλα πρόσθετα που θα κάνουν το σαπούνι ξεχωριστό και αρωματικό. Μια πρέσα σαπουνιού διαμορφώνει τις πλάκες με το χαρακτηριστικό τους σχήμα και τη σφραγίδα τους. Οι απαιτήσεις των καταναλωτών σήμερα επιβάλλουν ολοένα και περισσότερο σαπούνια οικιακής χρήσης με αρώματα φρούτων και εκχυλίσματα βοτάνων, κάνοντας τη χρήση του σαπουνιού μια «φυσική», πιο αναζωογονητική εμπειρία!
Παρά την αξιοσημείωτη πρόοδο στην κατανόηση της χημείας των απορρυπαντικών και την επανάσταση που έφερε η παραγωγή τους, το παραδοσιακό σαπούνι έχει διατηρήσει τη δημοτικότητά του. Λίγοι θα διαφωνήσουν ότι το σαπούνι είναι απαραίτητο για την υγιεινή και την καλή υγεία. Η εξωτερική καθαριότητα, όμως, είναι εξαιρετικά πολύτιμη όταν αντανακλά την αγνότητα του εσωτερικού ανθρώπου.